- περιτείχιση
- [-ις (-εως)] η обнесение, окружение стеной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιτείχιση — η / περιτείχισις, ίσεως, ΝΑ [περιτειχίζω] περιβολή, οχύρωση ενός χώρου με τείχος νεοελλ. κτίσιμο, ανέγερση κτίσματος ολόγυρα από κάτι αρχ. 1. αποκλεισμός, πολιορκία με την κατασκευή τείχους γύρω από κάτι 2. άμυνα … Dictionary of Greek
περιτείχιση — η το περιτείχισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
περιτείχισμα — το, ατος το τείχος γύρω γύρω, η περιτείχιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)